κολέγιο — το (Μ κολλέγιον) νεοελλ. 1. εκπαιδευτικό ίδρυμα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας ή μόνο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο συνήθως ο μαθητής, εκτός από τις ώρες τών μαθημάτων, μπορεί να μείνει και την υπόλοιπη μέρα για μελέτη («Κολλέγιο Αθηνών») … Dictionary of Greek
Ίτον, κολέγιο — (Eton College).Διάσημο, δημόσιο δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αγγλίας. Εδρεύει στην ομώνυμη κωμόπολη, στις όχθες του ποταμού Τάμεση, απέναντι από το Γουίντσορ. Το κολέγιο ιδρύθηκε από τον Ερρίκο ΣΤ’ το 1440 41, σχεδόν ταυτόχρονα με το… … Dictionary of Greek
Μιντ, Τζέιμς — (James Meade, Μπαθ 1907 – 1995). Άγγλος οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά, φιλοσοφία και πολιτική, στο Κολέγιο Όριελ της Οξφόρδης και, στη συνέχεια, πραγματοποίησε μεταπτυχιακό στα οικονομικά στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Στο Κολέγιο… … Dictionary of Greek
Κόσοφ, Λέον — (Leon Kossoff, Λονδίνο 1926 –). Άγγλος ζωγράφος και σχεδιαστής. Αποφοίτησε από το κολέγιο τέχνης Σεντ Μάρτινς το 1953 και από το Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης το 1956. Την περίοδο 1959 64 δίδαξε στη σχολή τέχνης του Τσέλσι και την περίοδο 1969 72 στο… … Dictionary of Greek
Λος Άντζελες — (Los Angeles). Πόλη (3.694.820 κάτ. το 2000) των Ηνωμένων Πολιτειών, στο νότιο τμήμα της πολιτείας της Καλιφόρνια. Το Λ.Ά. βρίσκεται στην ακτή του Ειρηνικού ωκεανού, σε μία μικρή πεδιάδα, περικλεισμένη στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της από βουνά … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek
Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… … Dictionary of Greek
κολεγιακός — ή, ό [κολέγιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κολέγιο («κολεγιακά μαθήματα») … Dictionary of Greek